- υσμινι
- ὑσμῖνι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑσμῖνι — ὑσμίνη fight masc/fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υσμίνη — ἡ, Α (επικ. τ.) αγώνας, μάχη («ὡς οἱ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὑσμίνη μπορεί να αναχθεί στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *jeu dh με σημ. «κινούμαι έντονα, ζωηρά» και κατ επέκταση «πολεμώ» με την έννοια ότι η … Dictionary of Greek
i̯eu-dh- — i̯eu dh English meaning: to move swiftly, to fight Deutsche Übersetzung: “in heftiger Bewegung sein, kämpfen” Material: O.Ind. ud yōdhati “wallt auf (of water); fährt zornig auf”, Kaus. yōdha yati “verwickelt in fight, struggle”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary